Ζωγραφιές Σκόπελος 2021
Τα γλέντια που κάναμε τότε εδώ ήταν οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και άλλες γιορτές. Της Αγίας Παρασκευής, του Άη Γιάννη… Πηγαίναμε τότε όλοι εκεί, οι περισσότεροι από το χωριό, προσκυνούσαμε, παίρναμε τα φαγητά μας μαζί, τα φορτώναμε στα γαϊδουράκια, βάζαμε ωραία κιλίμια, πήγαιναν καβάλα οι κυρίες και πηγαίναμε π.χ. στον Άη Γιάννη. Είναι δυο-τρεις ώρες…
– Πώς ήτανε παλιά η Γλώσσα; – Η Γλώσσα ήτανε ένα πλούσιο χωριό. Έβγαζε κρασιά, αμύγδαλα, ελιές, δαμάσκηνα. Κάθε σπίτι είχε τον κήπο του, με ντομάτες, με κολοκύθια, με φασόλια… Ήτανε πάρα πολύ πλούσιο χωριό. Ξέρανε τα αμπέλια, ξέρανε τις ελιές και μείναμε τώρα μόνο με τις ελιές. Η Γλώσσα ήτανε μεγάλο χωριό. Ήμασταν…
Δεν είχαμε τότε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Υπήρχε ο ντελάλης τότε. Ξέρετε τι είναι ο ντελάλης; Ερχόντουσαν εδώ πραματευτάδες. Πουλούσανε τσουκάλια, πουλούσανε στάμνες, λαήνες… Έβγαινε αυτός και φώναζε: «Κάτω στο Λουτράκι ήρθε ένα καίκι και έφερε λαήνες και τσουκάλια».
– Είχατε Μουντιάλ; – Μουντιάλ; Αγάπη μου, δεν είχαμε δω τίποτα. Κανά δύο φορές κάναν εδώ αγώνες, τα παιδάκια σαν κι εσένα και κολυμπήσανε να πάνε απέναντι. Μουντιάλ δεν είχαμε. Δεν είχαμε τηλεόραση, δεν είχαμε ραδιόφωνο, δεν είχαμε τηλέφωνο. Από που να τα ξέρουμε; Τώρα λοιπόν όταν γίνεται στην Αμερική κάτι, εκείνη την ώρα το βλέπεις και στη Σκόπελο. …
Ο πατέρας μου ήτανε ο πρώτος αγγειοπλάστης στη Σκόπελο. Αυτός έκανε τα πάντα. Ο πατέρας μου έκανε τη φουφού, το μαγκάλι. Δεν είχε καλοριφέρ, ούτε και σόμπες. Ήτανε με ξύλα. Ήτανε πήλινο το μαγκάλι, από λάσπη. Και βάζανε κάρβουνα, τα ανάβανε και καθόντουσαν τα παιδάκια. Εμείς ήμαστε επτά παιδιά και δύο η μάνα μου…
– Υπήρχε το ποδόσφαιρο; – Έπαιζα, αλλά εγώ πήγα στη δουλειά από 10 χρονών. Εγώ έφυγα από το σχολείο… Εσείς είσαστε στην Τρίτη; Απ’ την Τρίτη έφυγα εγώ και πήγα και δούλευα. Ζύμωνα με τα χέρια μου τρία τσουβάλια αλεύρι. Έβγαζα 100 κιλά ψωμί! 150 κιλά ψωμί βγάζαμε! Και ξύπναγα 4 η ώρα, 4.30…
– Πώς ψαρεύατε; – Δεν είχε νάιλον, μεσινέζα. Πώς τη λέτε εσείς; Νάιλον δεν τη λέτε; Η μεσινέζα ήρθε το 1952 στη Σκόπελο, αλλά και στην Αθήνα. Ψαρεύανε με σκοινί. Παραγάδι, με δίχτυα. Από τζίβα. Μανίλα τα λέγαν τα σκοινιά. Έτσι τα λέγανε.
– Πώς ήταν παλιά ο δρόμος; – Ο δρόμος δεν είχε αυτοκίνητα, ήταν στενός. Λίγοι δρόμοι ήταν που μπορούσες να περπατάς άνετα. – Εννοώ, ήταν από τσιμέντο; Από άμμο; – Από χώμα! Και σε μερικά μέρη για τη βροχή, βάζαν πέτρες. Καλντερίμι το λέγανε.